αχείρωτος

αχείρωτος
ἀχείρωτος, -ον (AM) [χειρώ]
ανίκητος, αδούλωτος, ακαταμάχητος
αρχ.
φρ. «ἀχείρωτον φύτευμα»
(για την ιερή ελιά) που δεν τη φύτεψε χέρι ανθρώπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀχείρωτος — untamed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχείρωτον — ἀχείρωτος untamed masc/fem acc sg ἀχείρωτος untamed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχειρώτους — ἀχείρωτος untamed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχειρώτῳ — ἀχείρωτος untamed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχείρωτα — ἀχείρωτος untamed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχείρωτοι — ἀχείρωτος untamed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχειρούργητος — η, ο (Α ἀχειρούργητος, ον) νεοελλ. (για ασθενείς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειρουργηθεί αρχ. ο αχείρωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”